Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Ο κήπος


Στο μελαγχολικό σου κήπο
βγήκες και σήμερα να μυρίσεις τη ζωή σου.
Σουρούπωσε πάλι
και βγήκες να περπατήσεις
ανάμεσα στα σχεδόν πλαστικά λουλούδια σου.
Κι εσύ πάντα τα ακούς ,
άλλωστε πάντα άκουγες τη μυρωδιά τους.
Κι αυτά γελούσαν σαν άφηνες τα βήματά σου
στ’ απλωμένα τους χρώματα.
Σ’εκείνα τα φαντακτερά, πειστικά χρώματα.
Και τα μονοπάτια τους πέτρινα
με τσιμεντένιους αρμούς.
Τι που στεναχωριόσουν πως δεν είχαν
μεγάλα λασάνια;
Τι που τα πότιζες με το στοιχειό της καρδιάς σου;
Τι που καλούσες τον ήλιο να τα γεννήσει;
Ο άνεμος έκανε τα λουλούδια σου σαρκοφάγα.
Σπαρακτικά σαρκοφάγα.
Σαρκαστικά σπαρακτικά.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το αλλόκοτο πρόσωπο της εικόνας με την «σπαρακτική» απουσία βλέμματος βοηθά να «ακούσουμε τη μυρωδιά» του «πέτρινου κήπου» και να συν-αισθανθούμε το σπαραγμό... τον σχεδόν απειλητικά σαρκαστικό (ή αυτοσαρκαστικό;)

Το ασάλευτο, η τσιμεντένια ακινησία, η ασφυκτική στενότητα του χώρου και ό,τι αυτό συνεπάγεται... το «πότισμα» του αυτοβασανισμού και η απολαυστική οδύνη της επίγνωσης θα μπορούσαν να θυμίσουν -εντελώς αυθαίρετα ίσως- το «Κοράκι», E.A. Poe και ιδιαίτερα την τελευταία στροφή:
«και τα φτερά του ο Κόρακας ποτέ δεν ξανανοίγει, εκεί ακόμα/ Κάθεται χωρίς σκοπό να φύγει, πάνω απ΄την πόρτα, στης Παλλάδαςτην/ πάλλευκη την προτομή./ Και τ΄απλανή του μάτια ολόιδια μοιάζουν με κάποιου δαίμονα ονειρευτή./ Κι όπως το φως της λάμπας πάνω του χύνεται από ψηλά, στο πάτωμα/ απλώνεται η μαύρη του σκιά./ Κι από τα βάθη αυτής της κυματίζουσας σκιάς ν΄ανυψωθεί η ψυχή μου/ δεν θα μπορέσει – Ποτέ πια!»