Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Μνήμη

Ο δικός μου κόσμος,
ένα απόγευμα Σαββάτου
με συννεφιασμένο ουρανό,
με φίλους από δω κι από 'κει,
με μια αγάπη θάλασσα.

Θα αποτολμήσω μια περιγραφή,
να δω που θα με βγάλει,
στιγμή ζωής απόκοσμης.

Το πέρασμα να βλέπεις ,
να ξέρεις ότι εκείνο θα σε σώσει,

θα λάμψει στης ζωής το σκοτάδι.

Πάλι βαρέθηκα και δεν πρόκειται να σκεφτώ.

Θα γράφω μέχρι να αηδιάσω τον εαυτό μου.

Πατώντας τα πλήκτρα προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου,
Όμως ξέρω που τον άφησα.

Αυτό μπορώ και αυτό ας είναι ό,τι θα αφήσω για να
με
θυμάμαι.

Μουσείο

Για καλό δεν το ‘χεις μια φορά
Και ούτε ποτέ το είχες.
Η καλημέρα σου πικρή μέσα στα καλοκαίρια.
Στη θάλασσα μ’ απάντησες και το βαλες να με πνίξεις.
Όταν με είδες στο βουνό, φρόντισες να χιονίσει.
Κρύωσα.

Βγαίνει ο ήλιος και εσύ μαγεύεις τις ακτίνες.
Μήπως και με ζεστάνουνε.

Ας είναι.
Στο μουσείο σα θα’ ρθω
θα σκύψω στην προθήκη
θα μάθω για το έκθεμα,

όπως θα μάθουν όλοι.
Κανείς όμως απ’ αυτούς

δε θα μάθει.
Ότι εκεί στην προθήκη
χαμηλά
ήθελες να μιλήσεις...

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Θεσσαλονίκη

Συνεχίζοντας από εκεί που το άφησα την τελευταία φορά αποφονώντας σε, ω πόλη του Έλιοτ, θα έλεγα ότι η πόλη που εύκολα σε σημαδεύει, με στίγματα σαφώς ανεξίτηλα, είναι αυτή που για να δεις την ομορφιά της πρέπει να γίνει γκρι. Δε μοιάζει με καμιά πόλη που βρίθει χρωμάτων πλαστικών και καρδιών πλαστών. Είναι μια πόλη ερωτική μόνο όταν είναι γκρι. Γίνεσαι περιπατητής στα κύματά της και ανάμεσα στις δεκάδες φιγούρες διακρίνεις, μα και συνειδητοποιείς, επιτέλους, τη δική σου. Παίρνεις τη θέση που σ’ αρέσει, ναι, εκεί που κάθεσαι πάντα όταν βρίσκεσαι στο αρχαίο θέατρο ή στο θέατρο της ζωής, δεν έχει σημασία. Κάτω χαμηλά, στη γωνία. Το ξέρεις ότι δε θα έχεις καλή θέα, αλλά τουλάχιστο γνωρίζεις ότι θα είσαι κοντά στην πάροδο. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία θα τη χρησιμοποιήσεις, έστω κι αν δεν είσαι ο υποκριτής, ούτε καν ο τελευταίος του χορού. Σκηνοθέτης της ζωής σου μοναδικός. Συνεχίζεις να βλέπεις τις φιγούρες. Δεν είναι γκρι και χορεύουν αενάως σε ένα θελκτικό γκρι φόντο. Ξαφνικά γίνονται άγγελοι και περιφέρονται στην παραλία. Κατάλευκοι άγγελοι που φαντάζουν ακόμα πιο λευκοί όταν ακουμπούν στα καράβια της γκρίζας θάλασσας. Αυτό το γκρίζο της με μαγεύει.
Χρόνια ζωής απολάμβανα το καφεδάκι μου στην αγκαλιά της και παρατηρούσα τους αγγέλους της. Παράξενο. Εκείνοι την αγαπούσαν πάντοτε το ίδιο, με το ίδιο πάθος. Εκείνοι την αγαπούσαν πάντοτε το ίδιο, με το ίδιο τραγούδι. Εγώ, μόνο όταν γινόταν γκρι. Μα γιατί; Κι εγώ μια από τις φιγούρες της ήμουνα.
Δε θα καταφέρω ποτέ να δώσω την απάντηση.
Όταν η ομίχλη έκρυβε την πόλη ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου. Στεκόμουν κι ένιωθα σαν τη γυναίκα του Λωτ. Δεν ήθελα να κοιτάξω πίσω. Ήθελα να τρέξω στην παραλία ν’ απολαύσω το γκρίζο της φόρεμα. Ήξερα ότι το έβαζε μόνο για μένα. Προσπαθούσα, μα δεν μπορούσα να κινηθώ. Το έβλεπε, η γκρίζα μου πόλη. Και έκανε τους δρόμους της να τρέχουν λαχανιασμένοι κάτω από τα πόδια μου. Τότε που έσμιγα μαζί της και το γκρίζο της χρώμα με έπνιγε...τόσο γλυκά.
Άλλοτε, πάλι, όταν αποφάσιζε να μου κλέψει τη σκέψη ολοκληρωτικά έστηνε εκείνα τα άθλια περίπτερα για το χορό των βιβλίων κι εκείνη χόρευε αιωρούμενη. Κι εγώ να ψάχνω τον Οκτώβριό της χρόνια.
Τη γκρίζα μου πόλη δεν μπορώ να την αποχωριστώ.
Και πριν προλάβει ο χρόνος να κρύψει τον Οκτώβριό της έγινε
η ίδια χρονοποιός.