Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Σιωπή

Ανυποχώρητη η νύχτα απαρνιέται τη σιωπή της

και βγαίνει να πεθάνει στο φως.

Αυτή τη νύχτα,

φορτώθηκε η μοναξιά τις ενοχές της

κι ανηφόρισε στο σκοτάδι.

Αυτή η νύχτα στέλνει σιωπές στην ψυχή,

παίρνει λέξεις απ΄τη μοναξιά

και ζωγραφίζει τη σιωπή της.

Πάνω από όλα η μοναξιά,

πάνω από τη νύχτα,

πάνω κι από την ίδια της την υπόσταση,

το σκοτάδι της.

Ταιριαστές οι λέξεις με τη σιωπή

όσο η νύχτα με την απολογία.

Από λογισμό σε λογισμό

αρνητικός απολογισμός.

Κι η νύχτα υπόλογη στο φως.

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Ανατρέποντας


Οι πόλεμοι έπεσαν μαχόμενοι

σε μάτια πολεμίστρες.

Σκιάχτηκαν από

φωνή

σάρκα

νου.

Πόνεσε ο πόνος

κι άφησε μόνος

την τελευταία του πνοή.

Κι έγινε η μουσική ταξίδι

στο πουθενά του κόσμου

στο ποτέ του χρόνου.

Κι έγινε ο κόσμος κόσμημα

λευκός λαιμός

που κόβει σαν χαρτί

τη λαιμητόμο.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Ζωή


Μαύρισε η αλήθεια σε μια λευκή μοναξιά.


Αλήθεια, υπάρχεις;

Δεν θα απαντήσει κανείς;

Αληθές το ψεύδος σου

ή ψευδής η αλήθεια σου, ζωή;

Ντράπηκαν τα ερωτήματα

και κρύφτηκαν στο σθένος τους.

Αληθής είναι μόνο η λήθη σου.

Λίθινη αλήθεια σε πέτρωσε.

Αστεία είσαι ζωή μα ποιος να γελάσει;

Κι ο θεός κλόουν θλιβερός

κλαίει στο πάρτι του.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Δήμιου έργα

Αποκλείεται θεέ μου
να έκανες τον άνθρωπο
κατ’εικόναν και καθ’ομοίωσίν
σου.
Μια στο καλό,

μια στο κακό
να πέφτει.
Από την άλλη ,
κι εσύ σταύρωσες το γιο σου
για να σώσεις τους άλλους.
Αλήθεια,
ήσουν καλός θεός.
Όμως,
πόσο καλός πατέρας υπήρξες;
Κοίτα τον στα μάτια.
Θεός είσαι,
θα τα καταφέρεις.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Ίμερος ύπνος

Και τώρα,
που σ' άρπαξε η Δευτέρα;
Ποιος θα του πει πως η Κυριακή
ήταν πλάνη;

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Ομίχλη

Μινωίτισσα μάνα η καταχνιά
κατέβηκε στα μάτια
και φώναξε ξανά
ποιος είναι ο θεός
όπως δεν το φώναξε ποτέ
κανείς παπάς ή διάκος.
Ασήκωτη αλήθεια
έστειλε τους ανθρώπους
για ύπνο.

Ακρόπολη

Ομορφιά ακραία
θλίψη άκρατη
ευτυχία κραταιά.
Σχήματα οξύμωρα.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Μέτρον άρρωστον

Μέτρησε και σήμερα τους αγιοβασίληδες
και βρήκε πως ξεπάγιασαν
σε φωτισμένα μπαλκόνια.

Μέτρησε και σήμερα τον άνθρωπο
και βρήκε πως έπεσαν οι τιμές.

Μέτρησε και σήμερα το θεό
και βρήκε πως δεν πιστεύει στον άνθρωπο.

Μέτρησε και σήμερα το χρόνο
και βρήκε πως του λείπουνε
λίγες λέξεις ακόμα.
Κάποιες που δεν έχει πει
κάποιες που δεν έχει ακούσει.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Γέννα άθλια

Ανυποψίαστη περνάει η ζωή
κι ο θάνατος σαρκάζει
τις γενέθλιες μέρες μας.
Απόψε λέω να πάω πολύ μακριά.
Στον κόσμο μου.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Ανατέμνοντας


Αγάπη με ένα πόδι
τρέχεις να προλάβεις
αλήθεια τι;
Με μάτι που βασκάνει
πίνακας τρομακτικός της Κάλο.
Με αυτί κομμένο
μουσική σε φτηνό μπουρδέλο.
Με μύτη Σιρανό
βραδινές μυρωδιές
πόρνης χουρμαδιάς.
Με χείλη σκασμένα
φιλί στα κέρατα
μαυροφορούσας έχιδνας.
Με λαιμό τραχειοτομής
τροφή αμάσητη σε σήψη.
Με ώμους συντετριμμένους
σάκα σκισμένη
λασπωμένου σκολιαρόπαιδου.
Με πνευμόνια άραχνα
αέρας κουβαλητής
οσμής πτωμάτων.
Αγάπη με μυαλό αίγας αβύζαχτης
τρέχεις να προλάβεις
αλήθεια τι;

Ρόλοι

Προσωπεία με χθόνιο γέλιο
γερασμένοι ρόλοι, γελασμένων υποκριτών.
Πώς θα βγεις από την καταχνιά;
Ένα πρωί, μια νύχτα.
Έχεις να ξυπνήσεις πρωί, να κυνηγήσεις το τέλος.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Μεταμορφώσεις

Η νύχτα πέφτει.
Δεν ξέρω πού.
Να πήγαινα να την σηκώσω
μπας και χτύπησε στον ώμο.
Να την πιάσω απ΄το φεγγάρι,
να της τραγουδήσω ένα νανούρισμα.
Κι ας μην κοιμηθεί.
Να της βγάλω το μαύρο της φόρεμα,
να φανεί το λευκό της πόδι.
Να ξεβάψω τα μαύρα της χείλη,
να ξεπροβάλουν οι λευκές της λέξεις.
Να φυσήξω τα μαύρα σύννεφα της,
να πέσουν οι λευκές βροχές της.
Να αγγίξω την κόκκινη καρδιά της,
να χορέψουν οι λευκές αγάπες μου.

Φθορά

Επανέρχομαι στο Φθινόπωρο.
Περιμένω να έρθει κι εκείνο.
Κι ας μην έχω κανένα κοχύλι
να του φυσήξω την αλήθεια.
Κι ας βγαίνει πάντα ο ήλιος
να ξετυλίγει τη λήθη.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

Υετός

Ήλιοι του πρωινού μου,
ανατολές ψυχής στη δύση των ανθρώπων,
ηλιοβασιλέματα μιας πνιγμένης ανάσας,
νοτιάδες μιας κλεμμένης αλήθειας,
ζέφυροι ξανθών αισθήσεων,
απηλιώτες, φέρτε μου απόψε σαν υετό
την Ανατολή.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Εν Κέρω

Καίριο κτύπημα
ανθρώπων και θεών
στην πλάτη του Αυλητή σου.
Άγνωστη στην άγονη γραμμή σου.
Εν καιρώ ειρήνης
άνθρωποι και θεοί, αγριοκάτσικα στη ράχη σου
κέρωσαν τα στήθη σου.
Γη μήτηρ πρώτη,
αιώνιο ευχαριστώ,
Χαιρετώ την ταπεινή υπεροψία σου,
Αρπιστής θλιμμένος στο δικό σου βράχο
που φθονεί την υπεροπτική ανυπαρξία του
και ευτυχής, σε βλέπει να χαμογελάς
στη γόνιμη γραμμή της πανσελήνου σου.

Απτά επί Θήρας

Θηρευτής απτών αισθήσεων
άρτι αφιχθείς εκ του μηδενός
επί Θήρας.
Περιπατητής στα δρομάκια
της αφής σου
που φιδοσέρνονται στην πλάτη
τ’ ουρανού σου.
Σ’ άγγιξα, Στρόγγυλη αγάπη
κι έγινε Κυκλάδα ο νους
κοντά σου.
Άγγιγμα ευλαβικό, άκαυτης λάβας
φλεγόμενου νου.
Στον ολετήρα των θεών,
τέτοια που είσαι
Ειρήνη, Σαντορίνη,
καρδιά ηφαίστειο που σκέφτεται
δεν θα σταματήσεις ποτέ.
Χατίρι παντοτινό
σ’ ένα ρέκβιεμ της στιγμής.
Στον ολετήρα του μυαλού,
Ειρήνη, Σαντορίνη,
όλα φαντάζουν δυνατά.
Οσφραίνομαι τη μουσική σου
συναισθησία μαγική
στο ίδιο αστέρι ναυαγοί.
Απ’την Καλντέρα του μυαλού
πηδώ στην καληνύχτα σου
salto immortale
στον κρατήρα του γαλανού φιλιού σου.
Μακριά από ανθρώπους,
πάνω από θεούς
Αγιά Ειρήνη θα σε πω.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Ψυχή

Σίγουρα είναι εκεί,
στην κόκκινη, ξύλινη κούνια του νηπιαγωγείου.Την κατέθεσες πριν καν περάσουν τρία καλοκαίρια
που σαν αντράκι σε λάθος κεφάλι
χανόσουν σε έναν κόσμο μεγάλων
γεμάτο παιδιά.

«Άντε και αντίο θα σε δω στο πλοίο
στις 32 του άλλου του μηνός»

Δεν έπεσες ποτέ από τραμπάλα
ούτε γρατσούνισες το γόνατο
κυλώντας στην τσουλήθρα.
Μετέωρος πάντα στην κούνια του χρόνου
χαμένος σ’ένα αιώνιο μπρος πίσω.

«Άντε και αντίο θα σε δω στο πλοίο
στις 32 του άλλου του μηνός»

Σίγουρα είναι εκεί.
στην κόκκινη κούνια του νηπιαγωγείου
πλάι στην κλεμμένη αλήθεια σου,
στη γραμμή του ανόητου ταξιδιού σου,
μέσα στο τρισδιάστατο παραμύθι της ζωής σου.

«Άντε και αντίο θα σε δω στο πλοίο
στις 32 του άλλου του μηνός»

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Παρηχήσεις


Παράφωνες οσμές στο άσπρο γείσο
δύσοσμοι ήχοι στο κρύο γυαλί
ανασασμοί βαριοί, υπόκωφοι
ανυπέρβλητοι όγκοι παντού.

Σε λίγο η συνέχεια
τώρα η ανέχεια
παρήχηση παρηγοριάς
γραίας ζωής.

Μια σεμνότυφη γεροντοκόρη
κι ένα περίεργο ανθρωπάκι
λαθραναγνώστες στο σκοινί.
Μη βλέπεις παντού εχθρούς
άκουσέ τους προσεκτικά.

Ανέξοδη, άδοξη, αδιέξοδη.
Παρήχηση ζωής
άσχημης κι ασχημονούσας.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Όνειρο ξόμπλι


Στον πράσινο μύθο των ματιών σου
απόψε αποκοιμήθηκα
στο μαξιλάρι της ψυχής σου,
ψυχή μου
στης ανάσας σου το δρόμο παρασύρθηκα
πληγή χαρούμενη στον ήλιο ολόδική μου

Κι ονειρεύτηκα πως γύριζα το βράδυ
κι εσύ τάχα πως κοιμόσουν καμωνόσουνα
μύριζα τα μαλλιά σου μέσα στο σκοτάδι
μόνο όταν σε φιλούσα πια κοιμόσουνα

Με της μαμάς το κασκόλ σε τύλιγα
μη σε φιλήσω και χαθώ
στο λαιμό, δακρυσμένο ξόμπλι φύλαγα
για να περάσω της ζωής τον άσχημο καιρό

Τότε θυμήθηκα την τσιγγάνα την τρελή
σε μια γωνιά στη Σόλωνος με βρήκε
πως η αγάπη μας θα είναι παντοτινή
γιατί δεν θα την ζήσουμε ποτέ, μου είπε

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Ο κήπος


Στο μελαγχολικό σου κήπο
βγήκες και σήμερα να μυρίσεις τη ζωή σου.
Σουρούπωσε πάλι
και βγήκες να περπατήσεις
ανάμεσα στα σχεδόν πλαστικά λουλούδια σου.
Κι εσύ πάντα τα ακούς ,
άλλωστε πάντα άκουγες τη μυρωδιά τους.
Κι αυτά γελούσαν σαν άφηνες τα βήματά σου
στ’ απλωμένα τους χρώματα.
Σ’εκείνα τα φαντακτερά, πειστικά χρώματα.
Και τα μονοπάτια τους πέτρινα
με τσιμεντένιους αρμούς.
Τι που στεναχωριόσουν πως δεν είχαν
μεγάλα λασάνια;
Τι που τα πότιζες με το στοιχειό της καρδιάς σου;
Τι που καλούσες τον ήλιο να τα γεννήσει;
Ο άνεμος έκανε τα λουλούδια σου σαρκοφάγα.
Σπαρακτικά σαρκοφάγα.
Σαρκαστικά σπαρακτικά.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Σονέτο θρηνητικό

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κ΄η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κ. Καρυωτάκης.


Στο σταθμό της Λυόν μάς περίμενε
άνους όχλος. Κύμβαλο αλαλάζον,
άνους και περί άλλα τυρβάζων
με γυναίκες φρικτές και καθήμενες.

Στο σταθμό της Λυόν μάς ενέπαιξε.
Χαϊρεντίζεται, γελάει εντόνως,
σαλτιμπάγκος γελοίος και όνος,
τη ζωή του σε δίνη ενέπλεξε.

Στο σταθμό της Λυόν αχ! ξεψυχούμε,
νόθες ελπίδες της τύχης μελτέμια.
Salta in banco κι εμείς να σωθούμε.

Στο σώμα μας, στη μνήμη ετόξευσε.
Μας εδιώξαν οι άνοες, κι η ψυχή
είναι μια μπάνκα που πάλι επτώχευσε
.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Φλοίσβος

Πολυ-τελής ο ήχος ο βραδινός
της θάλασσας.
Ακρολογούμαι προσπαθώντας να τον καταλάβω.
Πότε τον ακούω ανάλαφρο,
φλοίσβο μεθυστικό, που τον ονόμασαν.
Εύχαριν και ανέμελο νεανία
που παιγνιδίζει στο σώμα της πρώτης νιότης.
Άλλοτε πάλι
τον προσλαμβάνω βαρύ,
απειλητικώς σοβαρό,
οργισμένο και κατσούφη πενηντάρη,
χαμένο στο παιγνίδισμα της τελευταίας επιτυχίας.
Ακρολογούμαι προσπαθώντας να τον καταλάβω.
Ήχος στους δίσκους της πρώτης Γραμμικής,
σύμβολο σημαίνον στους παλαιούς, εκείνους.
Ακροπατώ στην υγρή του υπόσταση,
ύστατη προσπάθεια.
Απλώνεται επιδεικτικά, λοιδορώντας την επιθυμία μου.
Και μου λέει:
"φσρρλλ,φσρρλλ"
Έτσι τον άκουσα.
Έτσι, τον άκουσα.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Α-σχημα


Διαδρομή στο παράδοξο, ως καθ'ημέραν,
σχοινοβάτης στο οξύμωρο.
Θα κατέβω κι ας πέσω,
θ' ανέβω κι ας πετάξω.
Τι σχήμα είναι αυτό; Άσχημο
το 'πα κι ήταν αλήθεια.
Στον Παράδεισο της σκέψης καίγομαι,
στην Κόλαση της καθ'ημέρας δροσιά.
Τι σχήμα είναι τούτο πάλι; Άσχημο
το 'πα και το σχηματοποίησα.
Αλίμονο σ'αυτούς που με εύσχημο τρόπο
θ' απαντήσουν. Τελείωσαν.
Το σχήμα συνεχίζεται και δεν θα το ξέρουν.
Διαδρομή στο Παράδοξο,
ως καθ'ημέραν,
καθ'εσπέραν.
Σκέφτομαι,
Καλημέρα.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Στη Φιλιώ Χαϊδεμένου


Σμυρνιά, της ζωής μου προσάναμμα,
παστρικιά της Ιστορίας φιγούρα.
Ρυτίδες της μνήμης και του πόνου,
χαρακιά του πατέρα η σφαγή,
χαράδρα της Ιστορίας του αδελφού
το κρέμασμα.
Στις ρυτίδες του μετώπου σου
-αυτό το καθάριο, σαν τον ουρανό της Σμύρνης, μέτωπό σου-
θέλω να χαθώ, να περπατήσω
τους δρόμους σου,
τζαναπέτισσα Ιστορία.
Δόξα τω θεώ που έζησα αυτή
τη στιμή.
Εκατόν έξι χρόνια, έσκιζες
τα βιβλία της Ιστορίας.
Σμυρνιά, της ζωής μας
τζαναπέτισσα Ιστορία.
Φιλίτσα,

Χαϊδεύω τις σελίδες σου,
τ' όνομά σου να θυμάμαι.
Σκίζω τα βιβλία της Ιστορίας
των παιδιών μου.
Αφήνω εκείνη τη μισή σελίδα
και προσθέτω τη φωτογραφία σου,
Σμυρνιά, τζαναπέτισσα Ιστορία.

Άνθρωποι

Υμείς άνθρωποι εστέ.
Η προσμονή της καρδιάς σας
χάθηκε στο εγώ της ψυχής σας,
κτύπησε στο τείχος του απύθμενου πίθου.
Η ομορφιά της ζωής σας γέρασε
στο κυνήγι της προσωπικής συλλογής,
πέθανε στη γέννηση της αγάπης.
Υμείς άνθρωποι εστέ.
Έπαψα να προσμένω
παρά των μη εχόντων.
Στο μαύρο αλώνι σκότωσα τη Χίμαιρα
κι ελευθέρωσα την Ουτοπία,
και δεν σας τη δίνω.
Υμείς άνθρωποι εστέ.
Συνειδητά επιλέγω την πλάνη
ατιμώρητοι θα μείνετε μακριά, στα χέρσα άκαρποι,
καθώς το κλήμα ον ου δύναται καρπόν φέρειν
αφ'εαυτού εάν μη μείνη εν τη αμπέλω.
Η άμπελος θα σας κατατρέχει,
εν είδη Ερινύας θα σας ταλανίζει.
Ανύπαρκτο το τάλαντο για να ξοφλήσετε.
Ξοφλήσατε.
Υμείς άνθρωποι εστέ.
Βαριά η βάσανος για εσάς.
Εις τους αιώνας των αιώνων,
υμείς άνθρωποι έστε.
Απελθέτω απ' εμού το πειστήριον τούτο.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Μνήμη

Ο δικός μου κόσμος,
ένα απόγευμα Σαββάτου
με συννεφιασμένο ουρανό,
με φίλους από δω κι από 'κει,
με μια αγάπη θάλασσα.

Θα αποτολμήσω μια περιγραφή,
να δω που θα με βγάλει,
στιγμή ζωής απόκοσμης.

Το πέρασμα να βλέπεις ,
να ξέρεις ότι εκείνο θα σε σώσει,

θα λάμψει στης ζωής το σκοτάδι.

Πάλι βαρέθηκα και δεν πρόκειται να σκεφτώ.

Θα γράφω μέχρι να αηδιάσω τον εαυτό μου.

Πατώντας τα πλήκτρα προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου,
Όμως ξέρω που τον άφησα.

Αυτό μπορώ και αυτό ας είναι ό,τι θα αφήσω για να
με
θυμάμαι.

Μουσείο

Για καλό δεν το ‘χεις μια φορά
Και ούτε ποτέ το είχες.
Η καλημέρα σου πικρή μέσα στα καλοκαίρια.
Στη θάλασσα μ’ απάντησες και το βαλες να με πνίξεις.
Όταν με είδες στο βουνό, φρόντισες να χιονίσει.
Κρύωσα.

Βγαίνει ο ήλιος και εσύ μαγεύεις τις ακτίνες.
Μήπως και με ζεστάνουνε.

Ας είναι.
Στο μουσείο σα θα’ ρθω
θα σκύψω στην προθήκη
θα μάθω για το έκθεμα,

όπως θα μάθουν όλοι.
Κανείς όμως απ’ αυτούς

δε θα μάθει.
Ότι εκεί στην προθήκη
χαμηλά
ήθελες να μιλήσεις...

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Θεσσαλονίκη

Συνεχίζοντας από εκεί που το άφησα την τελευταία φορά αποφονώντας σε, ω πόλη του Έλιοτ, θα έλεγα ότι η πόλη που εύκολα σε σημαδεύει, με στίγματα σαφώς ανεξίτηλα, είναι αυτή που για να δεις την ομορφιά της πρέπει να γίνει γκρι. Δε μοιάζει με καμιά πόλη που βρίθει χρωμάτων πλαστικών και καρδιών πλαστών. Είναι μια πόλη ερωτική μόνο όταν είναι γκρι. Γίνεσαι περιπατητής στα κύματά της και ανάμεσα στις δεκάδες φιγούρες διακρίνεις, μα και συνειδητοποιείς, επιτέλους, τη δική σου. Παίρνεις τη θέση που σ’ αρέσει, ναι, εκεί που κάθεσαι πάντα όταν βρίσκεσαι στο αρχαίο θέατρο ή στο θέατρο της ζωής, δεν έχει σημασία. Κάτω χαμηλά, στη γωνία. Το ξέρεις ότι δε θα έχεις καλή θέα, αλλά τουλάχιστο γνωρίζεις ότι θα είσαι κοντά στην πάροδο. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία θα τη χρησιμοποιήσεις, έστω κι αν δεν είσαι ο υποκριτής, ούτε καν ο τελευταίος του χορού. Σκηνοθέτης της ζωής σου μοναδικός. Συνεχίζεις να βλέπεις τις φιγούρες. Δεν είναι γκρι και χορεύουν αενάως σε ένα θελκτικό γκρι φόντο. Ξαφνικά γίνονται άγγελοι και περιφέρονται στην παραλία. Κατάλευκοι άγγελοι που φαντάζουν ακόμα πιο λευκοί όταν ακουμπούν στα καράβια της γκρίζας θάλασσας. Αυτό το γκρίζο της με μαγεύει.
Χρόνια ζωής απολάμβανα το καφεδάκι μου στην αγκαλιά της και παρατηρούσα τους αγγέλους της. Παράξενο. Εκείνοι την αγαπούσαν πάντοτε το ίδιο, με το ίδιο πάθος. Εκείνοι την αγαπούσαν πάντοτε το ίδιο, με το ίδιο τραγούδι. Εγώ, μόνο όταν γινόταν γκρι. Μα γιατί; Κι εγώ μια από τις φιγούρες της ήμουνα.
Δε θα καταφέρω ποτέ να δώσω την απάντηση.
Όταν η ομίχλη έκρυβε την πόλη ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου. Στεκόμουν κι ένιωθα σαν τη γυναίκα του Λωτ. Δεν ήθελα να κοιτάξω πίσω. Ήθελα να τρέξω στην παραλία ν’ απολαύσω το γκρίζο της φόρεμα. Ήξερα ότι το έβαζε μόνο για μένα. Προσπαθούσα, μα δεν μπορούσα να κινηθώ. Το έβλεπε, η γκρίζα μου πόλη. Και έκανε τους δρόμους της να τρέχουν λαχανιασμένοι κάτω από τα πόδια μου. Τότε που έσμιγα μαζί της και το γκρίζο της χρώμα με έπνιγε...τόσο γλυκά.
Άλλοτε, πάλι, όταν αποφάσιζε να μου κλέψει τη σκέψη ολοκληρωτικά έστηνε εκείνα τα άθλια περίπτερα για το χορό των βιβλίων κι εκείνη χόρευε αιωρούμενη. Κι εγώ να ψάχνω τον Οκτώβριό της χρόνια.
Τη γκρίζα μου πόλη δεν μπορώ να την αποχωριστώ.
Και πριν προλάβει ο χρόνος να κρύψει τον Οκτώβριό της έγινε
η ίδια χρονοποιός.